Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σουσουράδα
1 εγγραφή
σουσουράδα η [susuráδa] Ο26 : 1. ωδικό μεταναστευτικό πτηνό με μακριά ίσια ουρά την οποία κουνά πάνω κάτω. 2. ως περιπαικτικός χαρακτηρισμός γυναίκας που ακκίζεται. σουσουραδίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 2.

[μσν. σουσουράδα < *σεισούρ(α) -άδα < σεισ- (σείω) + ουρά με υποχωρ. αφομ. [i-u > u-u] )· σουσουράδ(α) -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες