Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σουβλίζω [suvlízo] -ομαι Ρ2.1 : α. περνώ σφάγιο στη σούβλα και το ψήνω: ~ αρνί, το ψήνω στη σούβλα. β. (προφ., για πρόσ.) ανασκολοπίζω.
[μσν. σουβλίζω < σούβλ(α) -ίζω]



