Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σοσιαλίζων -ουσα -ον [sosialízon] Ε12 : που εφαρμόζει σοσιαλιστικές μεθόδους ή ακολουθεί σοσιαλιστική πολιτική: Σοσιαλίζοντες πολιτικοί.
[λόγ. μεε. του σοσιαλίζω]



