Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σμηναρχία
1 εγγραφή
σμηναρχία η [zminarxía] Ο25 : (στρατ.) μονάδα της πολεμικής αεροπορίας, αντίστοιχη προς το σύνταγμα του στρατού ξηράς.

[λόγ. σμήναρχ(ος) -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες