Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- σκρόφα η [skrófa] Ο25 : 1. (λαϊκότρ.) το θηλυκό γουρούνι. 2. υβριστικός χαρακτηρισμός γυναίκας.
[ελνστ. ή μσν. σκρόφα < λατ. scrofa]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[ελνστ. ή μσν. σκρόφα < λατ. scrofa]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |