Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σκρόφα
1 item total
σκρόφα η [skrófa] Ο25 : 1. (λαϊκότρ.) το θηλυκό γουρούνι. 2. υβριστικός χαρακτηρισμός γυναίκας.

[ελνστ. ή μσν. σκρόφα < λατ. scrofa]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go