Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σκουτί
1 item total
σκουτί το [skutí] Ο43 : (λαϊκότρ.) μάλλινο χοντρό ύφασμα. || (επέκτ., πληθ.) τα ρούχα.

[μσν. *σκουτίον υποκορ. του αρχ. σκῦτος `αργασμένο τομάρι΄ ( [i] ( [y] ) > [u] από επίδρ. του υπερ. [k] )]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go