Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκουπιδιάρα η [skupiδjára] Ο25α : (προφ.) το απορριμματοφόρο.
[θηλ. του σκουπιδιάρ(ης) -α]
- σκουπιδιάρης ο [skupiδjáris] Ο11 λαϊκότρ. πληθ. και σκουπιδιαραίοι : υπάλληλος του δήμου για το καθάρισμα των δρόμων και τη συλλογή των σκουπιδιών από τα σπίτια και τα καταστήματα.
[σκουπίδ(ι) -ιάρης]
- σκουπιδιάρικο το [skupiδjáriko] Ο41 : (οικ.) το απορριμματοφόρο.
[σκουπιδιάρ(ης) -ικο, ουδ. του -ικος]



