Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκοτίδι το [skotíδi] Ο44 : (λαϊκότρ.) σκοτάδι: Πώς κάθεστε εδώ μέσα στα σκοτίδια;
[ελνστ. ή μσν. *σκοτίδιον υποκορ. του αρχ. (τό) σκότ(ος) -ίδιον]
- σκοτιδιάζω [skotiδjázo] Ρ2.1α μππ. σκοτιδιασμένος : (λαϊκότρ.) σκοτεινιάζω.
[σκοτίδ(ι) -ιάζω]
- σκοτίδιασμα το [skotíδjazma] Ο49 : (λαϊκότρ.) σκοτείνιασμα.
[σκοτιδιασ- (σκοτιδιάζω) -μα]



