Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκοράρω
1 εγγραφή
σκοράρω [skoráro] Ρ6α : (αθλ.) σημειώνω βαθμούς ή τέρματα σε μια αθλητική συνάντηση.

[σκορ -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες