Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- σκιαγραφώ [skiaγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : περιγράφω κτ. σε γενικές γραμμές, δίνω τα βασικά σημεία ενός θέματος: Σκιαγραφεί την πολιτική που θα ακολουθήσει στο θέμα.
[λόγ. < αρχ. σκιαγραφῶ `ζωγραφίζω με φωτοσκιάσεις΄ κατά τη σημ. του σκιαγραφία2]



