Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σιφονιέρα
1 item total
σιφονιέρα η [sifonéra] Ο25α : έπιπλο της κρεβατοκάμαρας με πολλά μικρά συρτάρια για την τακτοποίηση των λευκών ειδών, των εσωρούχων κτλ.

[λόγ. < γαλλ. chiffonnièr(e) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go