Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιληνός
1 εγγραφή
Σιληνός ο [silinós] Ο17 : δαίμονας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, καθένας από τους ακολούθους του θεού Διονύσου.

[λόγ. < αρχ. Σιληνός, Σειληνός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες