Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιδερίτης
1 εγγραφή
σιδερίτης ο [siδerítis] Ο10 : ποικιλία όψιμου σταφυλιού.

[ελνστ. ἡ σιδη ρῖ τις (μαρτυρείται στη σημ.: `είδος ιαματικού φυτού΄, ίσως από το κοκκινω πό χρώμα) με τροπή του άτ. [ir > er] και μεταπλ. κατά τα άλλα αρσ. σε -ης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες