Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σιδερίτης ο [siδerítis] Ο10 : ποικιλία όψιμου σταφυλιού.
[ελνστ. ἡ σιδη ρῖ τις (μαρτυρείται στη σημ.: `είδος ιαματικού φυτού΄, ίσως από το κοκκινω πό χρώμα) με τροπή του άτ. [ir > er] και μεταπλ. κατά τα άλλα αρσ. σε -ης]



