Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιγοτραγουδάω
1 εγγραφή
σιγοτραγουδώ [siγotraγuδó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : τραγουδώ χαμηλόφωνα.

[σιγο- + τραγουδώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες