Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σιαλόρροια
1 item total
σιαλόρροια η [sialória] & σιελόρροια η [sielória] Ο27 : (ιατρ.) υπερβολι κή έκκριση σάλιου που οφείλεται σε παθολογικούς λόγους.

[λόγ. < γαλλ. sialorrhé < αρχ. σίαλο(ς) + -rrhé = -ρροια· λόγ. κατά τον ελνστ. τ. σίελος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go