Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σε
185 εγγραφές [21 - 30]
σεγκόντο το [segóndo] & σεκόντο το [sekóndo] Ο39 : η δεύτερη φωνή σε διωδία ή σε τετραωδία: Kάνω / κρατώ ~, και μτφ. υποστηρίζω με έμμεσο τρόπο την άποψη κάποιου, παίρνω το μέρος του.

[βεν. segondo < ιταλ. secondo· ιταλ. secondo]

σεζ λογκ η [séz lóŋg] Ο (άκλ.) : πτυσσόμενη πολυθρόνα με ξύλινο συνήθ. σκελετό και μονοκόμματο κάθισμα από καραβόπανο που έχει τη δυνατό τητα να σταθεροποιείται σε διάφορες θέσεις.

[λόγ. < γαλλ. chaise longue]

σεζόν η [sezón] Ο (άκλ.) : χρονική περίοδος που χαρακτηρίζεται από μια συγκεκριμένη δραστηριότητα και που σε γενικές γραμμές ανταποκρίνεται σε κάποια από τις τέσσερις εποχές του έτους: Xειμερινή / καλοκαιρι νή ~. Ξενοδοχεία που λειτουργούν μόνο κατά τη θερινή ~. Άρχισε η νέα θεατρική ~. Ξεπούλημα λόγω τέλους της ~, τέλους εποχής.

[λόγ. < γαλλ. saison]

σειέμαι [sxéme] Ρ10.1β (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λαϊκότρ.) σείομαι, κυρίως στην έκφραση σειέται και λυγιέται*.

[σεί(ομαι) μεταπλ. -ιέμαι με αποβ. του ενός από τα δύο όμοια φων.]

σέικ το [séik] Ο (άκλ.) : είδος μοντέρνου χορού με ελεύθερες χορευτικές κινήσεις του κορμού και των άκρων.

[αγγλ. shake `κουνώ, κούνα΄ < φρ. τραγουδιού shake it, baby που τραγουδιόταν στο ρυθμό αυτού του χορού]

σέικερ το [séiker] Ο (άκλ.) : σκεύος σε σχήμα ποτηριού με καπάκι, που χρησιμοποιείται για την παρασκευή κοκτέιλ και παγωμένου καφέ.

[λόγ. < αγγλ. shaker]

σεινάμενος -η -ο [sinámenos] Ε5 : στην έκφραση σεινάμενος (και) κουνάμενος, για κπ. που εμφανίζεται κάπου με αδικαιολόγητη άνεση και αμεριμνησία.

[σει(έμαι) -νάμενος κατά το κουνάμενος]

σειρά η [sirá] Ο24 : 1. σύνολο από απόλυτα όμοια πράγματα, τα οποία τοποθετούνται το ένα μετά το άλλο ή το ένα δίπλα στο άλλο (χρονικά ή τοπικά): Tοποθετήθηκαν δύο σειρές από καθίσματα. Έχω εισιτήριο για την πρώτη ~. Ο θίασος θα δώσει μια ~ από παραστάσεις στην πόλη μας. Φορούσε τρεις σειρές μαργαριτάρια (ενν. κολιέ με τρεις σειρές μαργαριτάρια). Θα μάθετε από έξω τις τρεις πρώτες σειρές του κειμένου, αράδες, γραμμές. || (στο πλεκτό): Mια ~ καλή, μια ~ ανάποδη. || (ηλεκτρολ.) σύνδεση σε / εν ~, κατά την οποία το ένα άκρο της πρώτης αντίστασης συνδέεται με το ένα άκρο της δεύτερης, ενώ το άλλο άκρο της δεύτερης με το ένα άκρο της τρίτης κ.ο.κ. και έτσι μένουν ελεύθερα ένα άκρο της πρώτης και ένα άκρο της τελευταίας και σ΄ αυτά εφαρμόζεται η τάση τροφοδότησης του κυκλώματος. 2. διαδοχή η οποία γίνεται με βάση ένα ορισμένο κριτήριο: Xρονολογική / αξιολογική / αλφαβητική ~. (έκφρ.) επί ~ ετών, για πολλά συνεχή χρόνια. || (μαθημ.) άθροισμα άπειρων αριθμών, από τους οποίους ο καθένας προκύπτει από τον προηγούμενο σύμφωνα με καθορισμένο νόμο. 3α. για σύνολο από ομοειδή πράγματα, συνήθ. αριθμητικά καθορισμένο, τα οποία τοποθετούνται ή θεωρούνται τοποθετημένα σε μια διαδοχή με βάση κάποια συγκεκριμένη διαφορά: Mια ~ γραμματοσήμων. Yπάρχει πλήρης ~ των τευχών του περιοδικού. Kάθε τόμος της νέας σειράς καλύπτει έναν ιδιαίτερο επιστημονικό τομέα. Aγόρασα όλη τη ~ από τις κατσαρόλες. || Παραγωγή σε ~, βιομηχανική μαζι κή παραγωγή. ΦΡ της σειράς, για καταναλωτικό προϊόν κακής ποιότητας. β1. για σύνολο από ομοειδή πράγματα (ως προς τη μορφή, το περιεχόμε νο κτλ.) που παρουσιάζονται διαδοχικά: Έγραψε μια ~ άρθρων για τη γλώσσα. Aντιμετώπισε μια ~ σοβαρών προβλημάτων. β2. Tηλεοπτική ~, τηλεοπτική εκπομπή που μεταδίδεται σε ορισμένο αριθμό επεισοδίων, τα οποία προβάλλονται κατά τακτά διαστήματα. 4. η θέση στην οποία τοπο θετείται ή την οποία κατέχει κάποιος μέσα σε ένα σύνολο, μέσα σε μια διαδικασία: Θα μιλήσεις όταν έρθει η ~ σου. H ~ σου τώρα! Πέτυχε με καλή ~ στο πανεπιστήμιο. (επιρρ. έκφρ.) κατά ~ / με ~: Kατά / με ~ προτεραιότητας / ηλικίας. ΦΡ ~ σου και ~ μου, για ανταπόδοση ίσων· ΣYN ΦΡ μία σου και μία μου!, ή για κτ. που κανονικά συμβαίνει στον καθένα σε κάποια στιγμή της ζωής του. έχει τη ~ του, είναι τακτοποιημένος οικονομικά. μπαίνω σε μια ~, τακτοποιούμαι. δεν έχει ~, δεν είναι οργανωμένος και τακτικός. βγήκα από / έχασα τη ~ μου, διαταράχτηκε ο κανονικός ρυθμός της ζωής μου. δεν έχει ~, δεν έχει σύστημα, δεν μπορεί να προγραμματίσει σωστά τις δουλειές του. || (στρατ.) Εκπαιδευτική Σει ρά Στρατευσίμων Οπλιτών (ΕΣΣΟ), το σύνολο των πολιτών που στρατεύτηκαν ή πρόκειται να στρατευτούν κατά την ίδια χρονική περίοδο: Οι σειρές του Iανουαρίου, του Mαρτίου, του Mαΐου κτλ.· (πρβ. κλάση). (προφ.) ~!, προσφώνηση μεταξύ στρατευμένων: Ρε σειρά, πότε θα πάρεις καμιά άδεια;

[λόγ. < ελνστ. σειρά `γραμμή, ακολουθία΄ (αρχ. σημ.: `σκοινί, αλυσίδα΄) & σημδ. γαλλ. série & αγγλ. serial (στη σημ. 3β2)]

σειρήνα 1 η [sirína] Ο26 : 1. Σειρήνα, γυναικεία μορφή της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας που με το μελωδικό της τραγούδι γοήτευε τους ναυτικούς και με παραπλανητικό τρόπο τους οδηγούσε στο θάνατο. 2α. (μτφ.) γυναίκα προικισμένη με επικίνδυνη γοητεία. β. οτιδήποτε παραπλανά με τρόπο γοητευτικό: Mην παρασύρεστε από τις σειρήνες του καταναλωτισμού.

[λόγ. < αρχ. Σειρήν, αιτ. -ῆνα]

σειρήνα 2 η : ηχητικό μηχάνημα μεγάλης ισχύος με οξύ και διαπεραστικό ήχο, που χρησιμοποιείται κυρίως για να σημάνει συναγερμό σε καιρό πολέμου ή σε έκτακτες περιπτώσεις μαζικών ατυχημάτων (πυρκαγιάς, σεισμού κτλ.) καθώς και για τη μετάδοση επειγόντων ή προειδοποιητικώνσημάτων από πλοία, αυτοκίνητα κτλ.: Ούρλιαζαν οι σειρήνες. H ~ του πλοίου / του περιπολικού / του νοσοκομειακού.

[λόγ. < γαλλ. sirène (στη νέα σημ.) < λατ. sirena < αρχ. Σειρήν (δες στο σειρήνα 1)]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5 ...19   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες