Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σε
185 εγγραφές [171 - 180]
σερπετό το [serpetó] Ο38 : (λαϊκότρ.) το ερπετό.

[αρχ. ἑρπετόν παρετυμ. σέρνω]

σερσέμης ο [sersémis] Ο11 θηλ. σερσέμα [serséma] Ο25α & σερσέμισσα [sersémisa] Ο27α : (λαϊκότρ.) ανόητος, μπουνταλάς.

[τουρκ. sersem -ης· σερσέμ(ης) -α, -ισσα]

σέρτικος -η -ο [sértikos] Ε5 : (λαϊκότρ.) για καπνά και με επέκταση για χαρμάνια ή τσιγάρα, ο βαρύς, ο δυνατός.

[τουρκ. sert -ικος]

σερφάρω [serfáro] Ρ6α : 1. κάνω γουίντ σέρφιγκ. 2. (μτφ.) αναζητώ πληροφορίες μέσα στο ίντερνετ μετακινούμενος από μια σελίδα σε μια άλλη.

[αγγλ. surf -άρω]

σεσημασμένος -η -ο [sesimazménos] Ε3 : για κακοποιό που είναι γνωστός στη Σήμανση της Aστυνομίας, που έχει συλληφθεί δηλαδή τουλάχιστον μια φορά και του έχουν κρατηθεί τα στοιχεία.

[λόγ. < αρχ. σεσημασμένος (μππ. του σημαίνω) `καλά σφραγισμένος΄ σημδ. γαλλ. marqué (παλ. για κατάδικους που σημαδεύονταν στον ώμο με καυτό σίδερο)]

σέσκουλο το [séskulo] Ο41 : είδος λάχανου.

[μσν. *σεύκλον (πρβ. μσν. σευκλογούλιον) με αποβ. του [f] για απλοπ. του συμφ. συμπλ., επανάληψη του [s] της πρώτης συλλ. και ανάπτ. [u] ανάμεσα στο [k] και [l] για διευκόλυνση της άρθρ., σεύκλον < αρχ. σεῦτλον παράλλ. τ. του τεῦτλον με τροπή [tl > kl] ]

σεσουάρ το [sesuár] Ο (άκλ.) : ηλεκτρική συσκευή για το στέγνωμα των μαλλιών.

[λόγ. < γαλλ. séchoir]

σέσουλα η [sésula] Ο27α : στην έκφραση με τη ~, σε μεγάλη ποσότητα, από το μικρό φτυάρι που χρησιμοποιούσαν οι μπακάληδες πριν από την τυποποίηση των προϊόντων: Έβαλε στο φαγητό αλάτι με τη ~. Έχει λεφτά με τη ~. Mοιράζει / ξοδεύει με τη ~.

[ιταλ. sessola ( [o > u] από επίδρ. του [l] )]

σετ το [sét] Ο (άκλ.) : I. τμήμα ενός αγώνα τένις, πιγκ πογκ ή βόλεϊ, που λήγει με τη συμπλήρωση ορισμένων πόντων. II. σύνολο από παρόμοια πράγματα, από πράγματα που πάνε μαζί και που αποτελούν ένα σύνολο στη χρήση και στην εμφάνιση: Ένα ~ μπάνιου. ~ από πετσέτες / από κατσαρόλες. Ένα ~ κοσμήματα. σετάκι το YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. II.

[λόγ. < αγγλ. set]

σεφ ο [séf] Ο (άκλ.) : ο αρχιμάγειρος.

[λόγ. < γαλλ. chef]

< Προηγούμενο   1... 15 16 17 [18] 19   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες