Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 185 εγγραφές [151 - 160] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σέρβις το [sérvis] Ο (άκλ.) : 1. για μηχανές ή για συσκευές, ο ειδικός έλεγχος για την επισήμανση και την επισκευή τυχόν βλαβών: Tο αυτοκίνητο θέλει / θα το πάω για ~. 2. (προφ.) το σύνολο των προσφερόμενων υπηρεσιών και εξυπηρετήσεων: Tο ξενοδοχείο ήταν μικρό, αλλά είχε εξαιρετικό ~.
[λόγ. < αγγλ. service]
- σερβίς 1 το [servís] Ο (άκλ.) : (παρωχ.) το σερβίτσιο.
[λόγ. < γαλλ. service]
- σερβίς 2 το : (αθλ.) στο τένις, στο βόλεϊ, στο πιγκ πογκ, το πρώτο χτύπημα της μπάλας στην αρχή του παιχνιδιού ή της φάσης.
[λόγ. < γαλλ. service]
- σερβιτόρος ο [servitóros] Ο18 θηλ. σερβιτόρα [servitóra] Ο25α : υπάλληλος σε εστιατόριο, ταβέρνα, καφενείο κτλ. που ασχολείται με το σερβίρισμα των πελατών· γκαρσόνι.
[ιταλ. servitor(e) -ος· σερβιτόρ(ος) -α]
- σερβίτσιο το [servítsxo] Ο39 : πλήρες σύνολο από όμοια ως προς τη χρήση ή το στιλ επιτραπέζια σκεύη, με κοινό συνήθ. διακοσμητικό μοτίβο, τα οποία χρησιμοποιούνται στο σερβίρισμα: ~ του τσαγιού / του καφέ / του φαγητού. Έβγαλε το καλό της ~. Ένα ~ πορσελάνη. Έσπασαν δύο ποτήρια και χάλασε το ~. || πιάτο, ποτήρι, μαχαίρι, πιρούνι κτλ., δηλαδή οτιδήποτε χρειάζεται ένα άτομο για να φάει: Έβαλες σερβίτσια στο τραπέζι;
[ιταλ. servizio]
- σερβοκροατικός -ή -ό [servokroatikós] Ε1 & σερβοκροάτικος -η -ο [servokroátikos] Ε5 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στους Σέρβους και στους Kροάτες ως σύνολο: Σερβοκροατική γλώσσα, σλαβική γλώσσα που μιλιέται από τους Σέρβους και τους Kροάτες. || (ως ουσ.) η σερβοκροατική, τα σερβοκροατικά, τα σερβοκροάτικα, η σερβοκροατική γλώσσα. 2. που γίνεται μεταξύ Σέρβων και Kροατών: Σερβοκροατικές συνομιλίες.
σερβοκροατικά & σερβοκροάτικα ΕΠIΡΡ στη σημ. 1, σε σερβοκροατική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~. [λόγ. σερβ(ικός) -ο- + κροατικός μτφρδ. γαλλ. serbo-croate· σερβοκροατ(ικός) -ικος]
- σερβόφρενο το [servófreno] Ο41 : είδος φρένου.
[γαλλ. servofrein -ο και τον. κατά τα σύνθ.]
- σεργιάνι το [serjáni] Ο44 : (οικ.) ο περίπατος, η βόλτα: Kάνω / βγαίνω ~. (έκφρ.) βγήκε στο ~, συνήθ. για τα νεαρά κορίτσια που αρχίζουν να ενδιαφέρονται για τις βόλτες, τα λούσα και τα αγόρια.
[τουρκ. seyran `εκδρομή΄ -ι με μετάθ. του ημιφ. (από τα περσ.)]
- σεργιανίζω [serjanízo] Ρ2.1α & σεργιανάω [serjanáo] Ρ10.1α : (οικ.) κάνω σεργιάνι, βγαίνω βόλτα. || γυρίζω στους δρόμους χωρίς συγκεκριμένο σκοπό.
[σεργιάν(ι) -ίζω· σεργιαν(ίζω) μεταπλ. -άω με βάση το συνοπτ. θ. σεργιανισ-]
- σεργιάνισμα το [serjánizma] Ο49 : η ενέργεια του σεργιανίζω.
[σεργιανισ- (σεργιανίζω) -μα]



