Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 35 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γουίντ σερφ το [γuínt sérf] & σερφ το [sérf] Ο (άκλ.) : ιστιοσανίδα.
[λόγ. < γαλλ. Windsurf < αγγλ. Windsurfer σήμα κατατ.· αποβ. του α' συνθ.]
- γουίντ σέρφιγκ το [γuínt sérfiŋg] & σέρφιγκ το [sérfiŋg] Ο (άκλ.) : σπορ ή άθλημα που γίνεται με ιστιοσανίδα.
[λόγ. < αγγλ. windsurfing· αποβ. του α' συνθ.]
- σαράι το [sarái] & σεράι το [serái] Ο45 : επίσημη διαμονή του Οθωμανού σουλτάνου ή του διοικητή οθωμανικής επαρχίας.
[μσν. σαράι < τουρκ. saray (από τα περσ.)· τροπή [a > e] (;)]
- σερ ο [sér] Ο (άκλ.) : αγγλικός τίτλος ευγενείας που απονέμεται από το βασιλιά.
[λόγ. < αγγλ. Sir]
- σέρα η [séra] Ο25 : θερμοκήπιο1α για λουλούδια.
[ιταλ. serra]
- Σεραφείμ το [serafím] Ο (άκλ.) : (εκκλ.) α. (πληθ.) ονομασία ενός από τα τάγματα των αγγέλων: Tα Xερουβείμ και τα ~. β. καθένας από τους αγγέλους που ανήκουν στο τάγμα των Σεραφείμ.
[λόγ. < ελνστ. τό Σεραφείμ < οἱ Σεραφείμ < εβρ. Seraphim]
- σερβάντα η [servánta] Ο25 : (παρωχ.) έπιπλο της τραπεζαρίας, όπου φύλαγαν τα διάφορα σερβίτσια.
[λόγ. < γαλλ. servant(e) -α]
- σερβιέτα η [serviéta & servjéta] Ο25 : αντικείμενο από απορροφητικό υλικό, συνήθ. με αυτοκόλλητη ταινία, που τη χρησιμοποιούν οι γυναίκες κατά τη διάρκεια της έμμηνης ρύσης.
σερβιετάκι το YΠΟKΟΡ σερβιέτα μικρού μεγέθους για καθημερινή χρήση. [λόγ. < γαλλ. serviett(e) -α]
- σερβικός -ή -ό [servikós] Ε1 & σέρβικος -η -ο [sérvikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Σερβία ή στους Σέρβους ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: H σερβική γλώσσα, η σερβοκροατική γλώσσα όπως μιλιέται από τους Σέρβους. || (ως ουσ.) η σερβική, τα σερβικά, τα σέρβικα, η σερβική γλώσσα: Mαθαίνει σέρβικα. Mιλάει καλά τα σέρβικα.
σερβικά & σέρβικα ΕΠIΡΡ σε σερβική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~. [λόγ. Σέρβ(ος) -ικός· Σέρβ(ος) -ικος, Σέρβος: μσν. Σέρβος < σλαβ. Srb -ος]
- σερβίρισμα το [servírizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σερβίρω: Πιατέλα / κουτάλα σερβιρίσματος. Tο γεύμα άρχισε με το ~ των ορεκτικών. Tο ~ των καλεσμένων έγινε γρήγορα και μεθοδικά.
[σερβιρισ- (σερβιρίζω) -μα]



