Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σεξ
13 εγγραφές [11 - 13]
σεξουαλικός -ή -ό [seksualikós] Ε1 : που αναφέρεται στο σεξ ή στη σεξουαλικότητα: Σεξουαλικό ένστικτο. Σεξουαλική ζωή. Σεξουαλική διαπαιδαγώγηση / εκπαίδευση / διαφώτιση. Σεξουαλική επανάσταση. Σεξουαλική ικανότητα / ανικανότητα. Σεξουαλική παρενόχληση*. Σεξουαλική πράξη, η συνουσία. σεξουαλικά ΕΠIΡΡ: Είναι ~ ενεργός / ανώμαλος. Παρενοχλώ* κπ. ~.

[λόγ. < γαλλ. sexuel κατά τη μορφή του λατ. ετύμου sexualis `που αναφέρεται στο γυναικείο φύλο΄ -ικός]

σεξουαλικότητα η [seksualikótita] Ο28 : το σύνολο των φαινομένων που αναφέρονται στο σεξουαλικό ένστικτο και στην ικανοποίησή του: Στην εφηβική ηλικία αναπτύσσεται η ~. Παιδική / εφηβική ~.

[λόγ. σεξουαλικ(ός) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. sexualité]

σεξτέτο το [sekstéto] Ο39 : μουσική σύνθεση για έξι όργανα. || ομάδα έξι μουσικών που εκτελούν μια σύνθεση.

[λόγ. < γερμ. Sextett -ον]

< Προηγούμενο   1 [2]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες