Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σεμινάριο
1 item total
σεμινάριο το [seminário] Ο40 : σειρά μαθημάτων κατά τα οποία, με διαλέξεις και συζητήσεις, γίνεται σε βάθος επεξεργασία ορισμένων θεμάτων, κάτω από επιστημονική καθοδήγηση. || επιμορφωτικά, ενημερωτικά μαθήματα, συνήθ. για ομάδες εργαζομένων αλλά και ευρύτερων ομάδων του πληθυσμού, επάνω σε ένα συγκεκριμένο θέμα: Σεμινάρια επαγγελματικής κατάρτισης.

[λόγ. < ιταλ. seminari(o) `εκκλησιαστική σχολή΄ -ον < λατ. seminarium `φυτώριο΄ & σημδ. γερμ. Seminar (< λατ. semi narium)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go