Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σεισμολογία η [sizmolojía] Ο25 : η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των σεισμικών φαινομένων.
[λόγ. < γαλλ. séismologie < αρχ. σεισμ(ός) -ο- + -logie = -λογία]



