Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαρκίο
1 εγγραφή
σαρκίο το [sarkío] Ο39 : (λόγ., μειωτ.) το σώμα του ανθρώπου, ως υλική υπόσταση, σε αντιδιαστολή προς την ψυχή ή το πνεύμα: Tο φθαρτό ~. || (επέκτ.) η ζωή: Mόνο για το ~ του νοιάζεται. Tρέμει για το ~ του.

[λόγ. < ελνστ. σαρκίον, αρχ. σημ.: `κομματάκι κρέας΄ (υποκορ. του σάρξ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες