Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σαπωνοποίηση η [saponopíisi] Ο33 : (λόγ.) σαπουνοποίηση.
[λόγ. σαπων- (δες στο σαπούνι) -ο- + -ποίη(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. saponification]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. σαπων- (δες στο σαπούνι) -ο- + -ποίη(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. saponification]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |