Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαξόφωνο
1 εγγραφή
σαξόφωνο το [saksófono] Ο42 : χάλκινο πνευστό μουσικό όργανο με απλό γλωσσίδι: ~ τενόρο.

[λόγ. < γαλλ. saxophone < ανθρωπων. Adolf Sax (Βέλγος εφευρέτης) -ο- + -phone = -φωνον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες