Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σαμπουάν το [sampuán] Ο (άκλ.) : υγρό σαπούνι αρωματισμένο και εμπλουτισμένο με βιταμίνες, ειδικό για το λούσιμο των μαλλιών: ~ για κανονικά / για λιπαρά μαλλιά. Aπαλό ~.
[λόγ. < γαλλ. shampooing (ορθογρ. δαν. και αλλ. αναλ. προς άλλες γαλλ. λ. σε -άν) < αγγλ. shampooing (από γλ. της Ινδίας)]