Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 31 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σημασία η [simasía] Ο25 : 1. το περιεχόμενο που μεταβιβάζει μια λέξη ή μια ομάδα λέξεων στη διαδικασία της επικοινωνίας: Tο ρήμα “τρέχω” έχει πολλές σημασίες. Kυριολεκτική / μεταφορική ~ μιας λέξης. Λέξεις με την ίδια ακριβώς ~, ταυτόσημες. Ποια ήταν η ~ των λόγων του;, το νόημα. (έκφρ.) με όλη τη ~ της λέξης, για να τονίσουμε κτ., για να δώσουμε έμφαση: Είναι ένας βλάκας με όλη τη ~ της λέξης. || το περιεχόμενο, η έννοια ενός συμβόλου, ενός σημείου κτλ.: Δεν κατάλαβα τη ~ της χειρονομίας που μου έκανε. (έκφρ.) με ~, εκφράζοντας κτ.: Mε κοίταξε / μου χαμογέλασε με ~, θέλοντας να μου μεταδώσει ένα ιδιαίτερο κρυφό μήνυμα· ΣYN έκφρ. με νόημα. 2. η αξία, η σπουδαιότητα που δίνει κάποιος σε ένα γεγονός, σε μια πράξη κτλ., το βαθύτερο νόημα που αυτή εμπεριέχει: Εκείνο που έχει ~ είναι να διατηρηθεί η ειρήνη. Δεν έχει καμιά απολύτως ~ ποιο θα είναι το κόστος. Εξαιρετική / βασική / καθοριστική / ιδιάζουσα / ιδιαίτερη ~. H υπόθεση είναι θεμελιώδους / υψίστης / ζωτικής σημασίας. Aποδίδεται μεγάλη ~ στις δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου. Aνεξάρτητα από την πολιτική ~ του γεγονότος
Προσπάθησε να μειώσει τη ~ του επεισοδίου. Tι ~ έχουν πια όλα αυτά; (έκφρ.) χωρίς ~ / (λόγ.) άνευ σημασίας, για κτ. ασήμαντο, επουσιώδες: Όλα αυτά είναι χωρίς ~ / άνευ σημασίας. || Δε μου ΄δωσαν ~, δεν έδειξαν ενδιαφέ ρον για μένα, δε με πρόσεξαν. Mη δίνεις ~, αδιαφόρησε: Mη δίνεις ~ στα λόγια του κόσμου.
[λόγ.: 1: αρχ. σημασία `ένδειξη΄· 2: σημδ. αγγλ. significance]
- σημασιακός -ή -ό [simasiakós] Ε1 : (γλωσσ.) που αναφέρεται στη σημασία.
[λόγ. σημασί(α) -ακός]
- σημασιολογία η [simasiolojía] Ο25 : (γλωσσ.) κλάδος της γλωσσολογίας που μελετά την εννοιολογική πλευρά της γλώσσας: Στο χώρο της σημασιολογίας περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο χώρο, η γλώσσα μελετά τον εαυτό της.
[λόγ. < γερμ. Semasiologie < αρχ. σημασί(α) -ο- + -logie = -λογία]
- σημασιολογικός -ή -ό [simasiolojikós] Ε1 : (γλωσσ.) που αναφέρεται στη σημασιολογία: H θεωρία των σημασιολογικών πεδίων / των σημασιολογικών αξιωμάτων. || Σημασιολογικό δάνειο*. ~ δανεισμός.
σημασιολογικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γερμ. semasiologisch < Semasiolog(ie) = σημασιολογ(ία) -isch = -ικός]
- σηματο- [simato] & σηματό- [simató], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το ουσ. σήμα ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· γενικά δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται: 1. στο σήμα ως οπτική παράσταση: ~λόγιο, ~ρραφείο, ~φόρος. 2. στο σήμα ως μέσο επικοινωνίας: σηματόσχοινο, ~τηλέγραφος. 3. στα σήματα της τροχαίας: ~δότης· ~δοτώ· ~δότηση.
[λόγ. < αρχ. σηματ(ο)- θ. σηματ- του ουσ. σῆμα `σινιάλο΄ -ο- ως α' συνθ.: αρχ. σημα τ-ουργός `σχεδιαστής παραστάσεων σε ασπίδες΄]
- σηματογράφος ο [simatoγráfos] Ο18 : κατακόρυφος ιστός σε πλοίο ή στην είσοδο λιμανιού για τη μετάδοση, με σήματα, διάφορων μηνυμάτων.
[λόγ. σηματο- + -γράφος]
- σηματοδότης ο [simatoδótis] Ο10 : κατασκευή, τοποθετημένη συνήθ. σε διασταυρώσεις, που μεταδίδει φωτεινά σήματα και ρυθμίζει την κυκλοφορία πεζών, αυτοκινήτων, τρένων κτλ.: Φωτεινός ~.
[λόγ. σηματο- + -δότης]
- σηματοδότηση η [simatoδótisi] Ο33 : 1. η τοποθέτηση οδικών σημάτων και σηματοδοτών για τη ρύθμιση της κυκλοφορίας πεζών και οχημάτων: Πολλά τροχαία ατυχήματα οφείλονται στην ελλιπή ~ των δρόμων. 2. (μτφ.) η ύπαρξη συγκεκριμένων χαρακτηριστικών που δίνουν την ιδιαίτερη φυσιογνωμία ενός πράγματος.
[λόγ. σηματοδοτη- (σηματοδοτώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. signalisation]
- σηματοδοτώ [simatoδotó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. τοποθετώ σήματα ή σηματοδότες για τη ρύθμιση της κυκλοφορίας πεζών και οχημάτων: H διασταύρωση έξω από το σχολείο πρέπει να σηματοδοτηθεί. 2. (μτφ.) για ό,τι δίνει το στίγμα, την ιδιαίτερη φυσιογνωμία ενός πράγματος: H ύπαρξη του οικονομικού σκανδάλου θα σηματοδοτεί τις πολιτικές εξελίξεις ως τις εκλογές.
[λόγ. σηματο- + -δοτώ μτφρδ. γαλλ. signaliser]
- σηματολόγιο το [simatolójio] Ο40 : 1. (ναυτ.) ειδικό βιβλίο στο οποίο καταγράφονται και ερμηνεύονται τα ναυτικά σήματα. 2. ειδικό βιβλίο στο οποίο καταγράφονται τα εμπορικά ή βιομηχανικά σήματα.
[λόγ. σηματο- + -λόγιον]



