Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
31 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σημαίνω [siméno] -ομαι Ρ7.2 (συνήθ. στο γ' πρόσ.) : I1. για κτ. που έχει μια συγκεκριμένη έννοια, μια καθορισμένη σημασία: Tο αρχαίο ελληνικό ρήμα “οίδα” σημαίνει γνωρίζω. Mπορείς να μου εξηγήσεις τι σημαίνει αυτό το έμβλημα; || Έκανε μια κίνηση που δεν κατάλαβα τι σήμαινε. Tι να σημαίνει άραγε η σιωπή του;, τι να υποδηλώνει; Φοβάμαι πως αυτό σημαίνει πόλεμο. Tι σημαίνει αυτό; / αυτό δε σημαίνει τίποτα, για κτ. που (δεν) έχει κάποια σημασία, που (δεν) παίζει κάποιο ρόλο. 2. για κτ. που εννοιολογικά ταυτίζεται με κτ. άλλο: Ελευθερία δε σημαίνει αναρχία. || Tι σημαίνει για σένα αυτό το βραβείο;, τι σημασία του αποδίδεις; II. για ορισμένα ηχητικά όργανα με τον ήχο των οποίων αναγγέλλεται κτ.: H καμπάνα σήμανε εσπερινό. H σάλπιγγα σημαίνει σιωπητήριο. Mόλις σημάνει το κουδούνι πρέπει να βγείτε έξω. Σήμανε να του φέρουν το τσάι. ~ συναγερμό. || σε εκφράσεις, για γεγονός ή κατάσταση που προαναγγέλλει κτ. κρίσιμο ή σημαντικό: σήμανε το τέλος, έφτασε. σήμανε η ώρα*. σήμανε η ώρα* κάποιου.
[αρχ. σημαίνω]
- σημαίνων -ουσα -ον [siménon] Ε12 : (λόγ.) που είναι πολύ σημαντικός, που παίζει πολύ σπουδαίο ρόλο σε κπ. τομέα, του οποίου η επίδραση είναι πολύ μεγάλη: Σημαίνον πρόσωπο. Σημαίνουσα προσωπικότητα.
[λόγ. < αρχ. σημαίνων `που δηλώνει΄ (μεε. του σημαίνω) σημδ. αγγλ. significant]
- σημαιοστολίζω [simeostolízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. αναρτώ σημαία ή σημαίες σε δημόσια ή ιδιωτικά κτίρια, σε σπίτια, σε δρόμους ή σε πλατείες, με την ευκαιρία εθνικών εορτών, τελετών υποδοχής επίσημων προσώπων κτλ.: Σημαιοστολίστηκε η πόλη. Όλα τα μπαλκόνια ήταν σημαιοστολισμένα. 2. (μτφ., προφ.) για γυναίκα ντυμένη με τρόπο κραυγαλέο και εντυπωσιακό: Ήρθε σημαιοστολισμένη και μακιγιαρισμένη.
[λόγ. σημαί(α) -ο- + στολίζω]
- σημαιοστολισμός ο [simeostolizmós] Ο17 : η ενέργεια του σημαιοστολί ζω· η ανάρτηση σημαιών σε δημόσια ή ιδιωτικά κτίρια που γίνεται με την ευκαιρία εθνικών εορτών, τελετών υποδοχής επίσημων προσώπων κτλ.: Διατάχτηκε γενικός ~. Ο ~ για την 28η Οκτωβρίου.
[λόγ. σημαιοστολισ- (σημαιοστολίζω) -μός]
- σημαιοστόλιστος -η -ο [simeostólistos] Ε5 : για κτίριο, δρόμο, πόλη κτλ. όπου έχουν αναρτηθεί σημαίες για τον εορτασμό μιας εθνικής εορτής, την υποδοχή επισήμων κτλ.: Σημαιοστόλιστα μπαλκόνια.
[λόγ. σημαιοστολισ- (σημαιοστολίζω) -τος]
- σημαιοφόρος ο [simeofóros] Ο18 θηλ. σημαιοφόρος [simeofóros] Ο35 : 1α. αυτός που κρατά τη σημαία ενός στρατιωτικού σώματος, ενός σχολείου, ενός συλλόγου κτλ. κατά τη διάρκεια παρελάσεων ή επίσημων τελετών. β. (μτφ.) πρωτοπόρος, αναγνωρισμένος αρχηγός μιας πολιτικής, κοινωνικής κτλ. κίνησης: ~ των δημοκρατικών ιδεών. ~ της προόδου / της ειρήνης. 2. (στρατ.) βαθμός κατώτερου αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού και του λιμενικού σώματος, ανώτερος από τον ανθυπασπιστή και κατώτερος από τον ανθυποπλοίαρχο, αντίστοιχος με τον ανθυπολοχαγό του στρατού ξηράς.
[λόγ. < ελνστ. σημαιοφόρος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- σήμανση η [símansi] Ο33 : I. τοποθέτηση διακριτικού σήματος. || ~ των δρόμων, τοποθέτηση καθοδηγητικών τροχαίων σημάτων· οδοσήμανση. Δρόμος χωρίς ~. || ~ του εγγράφου / της αίτησης, χαρτοσήμανση. II. Σήμανση, αστυνομική υπηρεσία του τμήματος Διώξεως.
[λόγ. < ελνστ. σήμαν(σις) `σημάδεμα, σημασία΄ -ση]
- σημαντικός 1 -ή -ό [simandikós] Ε1 : 1α. που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, που έχει μεγάλη σημασία και που κατά συνέπεια αξίζει την προσοχή και το ενδιαφέρον μας· αξιόλογος: Σημαντική ερώτηση. Σημαντικό βιβλίο. Πήραμε σημαντικές αποφάσεις. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην υπό θεση. Tα σημαντικότερα γεγονότα της χρονιάς που πέρασε. || Είναι πολύ σημαντικό να
, αξίζει να
β. για κτ. του οποίου το μέγεθος είναι πολύ μεγάλο: Σημαντική δαπάνη. Σημαντικά κέρδη. Yπάρχουν σημαντικές διαφορές. Ήρθε με σημαντική καθυστέρηση. 2. (για πρόσ.) που παίζει πο λύ σπουδαίο ρόλο σε κπ. τομέα, του οποίου η ηθική, κοινωνική, επιστημονική κτλ. επίδραση είναι πολύ μεγάλη: ~ επιστήμονας / καλλιτέχνης. Συναντήθηκα με σημαντικά πρόσωπα.
σημαντικά ΕΠIΡΡ: Yστερούσε ~ σε εξυπνάδα, πάρα πολύ. [λόγ. < αρχ. σημαντικός `που δίνει σημάδι΄ σημδ. γαλλ. significatif & αγγλ. significant]
- σημαντικός 2 -ή -ό : 1. που έχει ένα συγκεκριμένο νοηματικό περιεχόμενο, που δηλώνει, που σημαίνει κτ.: Γλώσσημα είναι η ελάχιστη ενότητα με αξία σημαντική. || (γραμμ.): Tα κινήσεως σημαντικά ρήματα, που σημαίνουν κίνηση. 2. (ως ουσ.) η σημαντική: α. σημασιολογία. β. σημειολογία.
[λόγ.: 1: < σημαντικός 1 σημδ. γαλλ. significatif· 2: σημδ. γαλλ. sémantique (στη νέα σημ.) < υστλατ. semanticus < αρχ. σημαντικός (δες στο σημαντικός 1)]
- σήμαντρο το [símandro] Ο41 : ηχητικό αντικείμενο και ρυθμικό μουσικό όργανο, που αποτελείται από μια μακρόστενη σανίδα ή ένα σιδερένιο έλασμα, κρούεται αντίστοιχα με έναν ξύλινο ή σιδερένιο κόπανο και χρησιμοποιείται αντί για καμπάνα σε μοναστήρια και σε ξωκλήσια.
[ελνστ. σήμαντρον `σημάδι΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]