Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σάτιρα
1 item total
σάτιρα η [sátira] Ο27 : 1. ποιητικό είδος της λατινικής γραμματείας, με σκωπτικό περιεχόμενο: H ~ του Λουκήλιου / του Πετρώνιου. 2. λογοτεχνικό είδος που διακωμωδεί με δηκτικό τρόπο τα δημόσια ή ιδιωτικά ήθη, χαρακτήρες ανθρώπων ή καταστάσεις. || καλλιτεχνικό έργο που ανήκει στο είδος της σάτιρας: Πικρή ~. Πνευματώδης ~.

[λόγ. < ιταλ. satira < λατ. satira]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go