Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σάουνα η [sáuna] Ο27α : είδος ατμόλουτρου φινλανδικής προέλευσης, καθώς και η αντίστοιχη εγκατάσταση: Kάνω ~. Έχει ~ στο σπίτι του.
[λόγ. < γερμ. ή αγγλ. sauna (από τα φιλανδικά)]