Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σάλι
16 εγγραφές [11 - 16]
σαλιγκάρι το [saliŋgári] Ο44 : χερσαίο οστρακοφόρο μαλάκιο. || Mετά τη βροχή ο κόσμος βγήκε στους δρόμους σαν τα σαλιγκάρια. σαλιγκαρά κι το YΠΟKΟΡ. σαλίγκαρος* ο MΕΓΕΘ.

[μσν. *σάλιγκ(ας) (< σάλιαγκας) -άρι(;)]

σαλίγκαρος ο [salíŋgaros] Ο20 : 1. μεγάλο σαλιγκάρι. 2. πορεία με την όπισθεν σε προκαθορισμένη διαδρομή, η οποία είχε σχήμα οφιοειδές και αποτελούσε μέρος των εξετάσεων για την απόκτηση διπλώματος οδήγησης.

[σαλιγκάρ(ι) μεγεθ. -ος]

σαλικυλικός -ή -ό [salikilikós] Ε1 : (χημ.) σε ονομασίες χημικών ενώσεων: Σαλικυλικό οξύ, κυκλική οργανική ένωση που είναι συγχρόνως και οξύ, με ευρύτατη χρήση στη δερματολογία. Σαλικυλική αλκοόλη, κυκλική οργανική ένωση που είναι συγχρόνως και αλκοόλη και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική.

[λόγ. < γαλλ. salicylique κατά το λατ. έτυμο salic- (salix) `ιτιά΄ + αρχ. ὕλ(η) -ique = -ικός]

σάλιο το [sálo] Ο39 : υγρό άχρωμο και κολλώδες που εκκρίνεται μέσα στην κοιλότητα του στόματος από ειδικούς αδένες, τους σιελογόνους και διευκολύνη την κατάποση της τροφής: Kαταπίνω το ~ μου. Στέγνωσε το ~ μου. (έκφρ.) κολλημένο με το ~, κολλημένο πολύ πρόχειρα. πλένομαι με το ~ μου, για μεγάλη έλλειψη νερού. ΦΡ τρέχουν τα σάλια μου / μου τρέχουν / μου πέφτουν τα σάλια, έντονη επιθυμία για φαγητό ή πολύ μεγάλη λαχτάρα για κτ. ή για κπ. δεν υπάρχει ~, δεν υπάρχει δραχμή ή γενικά για παντελή έλλειψη ενός πράγματος. μύξες* και σάλια.

[μσν. σάλιον < *σιάλιον (αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων., σύγκρ. διακόσια > διακόσα) υποκορ. του αρχ. σίαλον]

σάλιωμα το [sáloma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σαλιώνω.

[σαλιώ(νω) -μα]

σαλιώνω [salóno] -ομαι Ρ1 : υγραίνω κτ. με σάλιο: ~ το γραμματόσημο. Σάλιωσε τη μύτη του μολυβιού. Σάλιωσε τα χείλη του.

[σάλι(ο) -ώνω]

< Προηγούμενο   1 [2]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες