Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 3.928 εγγραφές [3811 - 3820] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σχιζοειδής -ής -ές [sxizoiδís] Ε10 : (ψυχιατρ.) που παρουσιάζει δυσκολίες στην κοινωνική προσαρμογή, χωρίς όμως τις σοβαρές διαταραχές της σχιζοφρένειας: ~ προσωπικότητα. || (επέκτ.) για κτ. που θεωρείται πολύ περίεργο έως παράλογο.
[λόγ. < γερμ. schizoid < αρχ. σχίζ(ω) (στη σημ.: `χωρίζω΄) -ο- + -id = -ειδής]
- σχιζοφρένεια η [sxizofrénia] Ο27 : 1.(ψυχιατρ.) βαριά ψυχική νόσος που χαρακτηρίζεται από γενική αποδιοργάνωση της προσωπικότητας του πάσχοντος ατόμου, όπως π.χ. απώλεια της επαφής με την πραγματικότητα, παράδοξη συμπεριφορά κτλ. 2. για κατάσταση ή συμπεριφορά που τη χαρακτηρίζει η λογική ασυνέπεια: H ~ της καταναλωτικής μανίας.
[λόγ. < γερμ. Schizophrenie < αρχ. σχίζ(ω) (στη σημ.: `χωρίζω΄) -ο- + αρχ. φρεν- (δες φρένες) -ie = -εια]
- σχιζοφρενής -ής -ές [sxizofrenís] Ε10 : (ψυχιατρ.) που πάσχει από σχιζοφρένεια, συνήθ. ως ουσ. ο σχιζοφρενής.
[λόγ. < γερμ. schizophren < Schizophrenie = σχιζοφρέν(εια) -ής (αναδρ. σχημ.)]
- σχιζοφρενικός -ή -ό [sxizofrenikós] Ε1 : 1α.που έχει σχέση με τη σχιζοφρένεια ή που οφείλεται σε αυτή: Σχιζοφρενική διαταραχή. Σχιζοφρενικές εκδηλώσεις. β. (για πρόσ.) που είναι σχιζοφρενής ή που συμπεριφέρεται σαν σχιζοφρενής. 2. για κτ. που το χαρακτηρίζει η έλλειψη λογικής συνέπειας, προγραμματισμού κτλ.: H κατάσταση που επικρατεί στην κοινωνική / πολιτική μας ζωή είναι σχιζοφρενική.
σχιζοφρενικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. schizophrénique < schizophrén(ie) < γερμ. Schizophrenie = σχιζοφρέν(εια) -ique = -ικός]
- σχίσμα το [sxízma] Ο48 : 1.απόσπαση από μια αναγνωρισμένη Εκκλησία και δημιουργία μιας αυτόνομης εκκλησιαστικής κοινότητας. || (ειδικότ.): Tο Σχίσμα των Εκκλησιών, η διάσπαση της χριστιανικής εκκλησίας σε Aνατολική και σε Δυτική, κατά το έτος 1054. 2. διάσπαση μιας συγκροτημένης ομάδας ατόμων, όπως π.χ. ενός κόμματος, που οφείλεται σε διαφωνίες επάνω σε θεμελιώδη ζητήματα.
[λόγ. < αρχ. σχίσμα `χώρισμα΄, ελνστ. σημ.: `διάσπαση εκκλησιαστικής ενότητας΄, σημδ.: 1: μσνλατ. schisma < ελνστ. σχίσμα· 2: γαλλ. schisme]
- σχισμάδα η [sxizmáδa] & σκισμάδα η [s
izmáδa] Ο26 : σχισμή. [σκ-: μσν. σχισμάδα με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] < σχισμ(ή) -άδα· σχ-: λόγ. επίδρ.]
- σχισματιά η [sxizmatxá] Ο24 : 1.σκισιματιά. 2. σχισμή.
[λόγ. επίδρ. στο σκισματιά < αρχ. σχισματ- (σχίσμα) (ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] ) -ιά]
- σχισματικός -ή -ό [sxizmatikós] Ε1 : που έχει αποσπαστεί από μια εκκλησιαστική κοινότητα: Σχισματική εκκλησία. ~ επίσκοπος. || (ως ουσ.) ο σχισματικός, αυτός που προκάλεσε ένα σχίσμα ή αυτός που είναι οπαδός ενός σχίσματος.
[λόγ. < ελνστ. σχισματικός]
- σχισμή η [sxizmí] & σκισμή η [s
izmí] Ο29 : 1.επίμηκες, πολύ στενό άνοιγ μα που δημιουργείται από τη διάσπαση της συνέχειας μιας επιφάνειας ή από την ατελή εφαρμογή δύο επιφανειών: Στη ~ του βράχου φύτρωσαν αγριολούλουδα. Ο τοίχος έχει μια ~, ρωγμή. Kοίταζε μέσα από τη ~ της πόρτας. 2. (ανατ.) φυσικό επίμηκες άνοιγμα: H ~ των βλεφάρων. [λόγ. < αρχ. σχισμή· αρχ. σχισμή με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] ]
- σχιστολιθικός -ή -ό [sxistoliθikós] Ε1 : που αποτελείται ή που προέρχεται από σχιστόλιθο: Σχιστολιθικά πετρώματα. Σχιστολιθικές πλάκες.
[λόγ. σχιστόλιθ(ος) -ικός]



