Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρουφιάνος ο [rufxános] Ο18 θηλ. ρουφιάνα [rufxána] Ο25α : 1.μαστρωπός. 2. (ως υβρ. χαρακτηρισμός) σπιούνος, καταδότης.
[ιταλ. ruffiano -ς· ρουφιάν(ος) -α]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[ιταλ. ruffiano -ς· ρουφιάν(ος) -α]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |