Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 153 εγγραφές [111 - 120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρετσέλι το [retséli] Ο44 : (παρωχ.) κομπόστα με πετιμέζι.
[τουρκ. reçel -ι (από τα περσ.)]
- ρετσέτα η [retséta] Ο25α : α.(λαϊκότρ.) ιατρική συνταγή. || (επέκτ.) συνταγή μαγειρικής κτλ. β. (προφ., συνήθ. ειρ.) λεπτομερής κανόνας, οδηγία κτλ., που εφαρμόζεται κατά γράμμα, με τρόπο άκριτο και μηχανιστικό· (πρβ. τυφλοσούρτης): Εδώ θέλει φαντασία και ευρηματικότητα, όχι έτοιμες ρετσέτες.
[βεν. receta]
- ρετσίνα 1 η [retsína] Ο25 : είδος ελληνικού (άσπρου) κρασιού αρωματισμένου με ρετσίνι: Bαρελίσια / κεχριμπαρένια ~.
[μσν. ρετσίνα < ρετσίνα 2]
- ρετσίνα 2 η : (σπάν.) ρετσίνι.
[μσν. ρετσίν(η) μεταπλ. -α ίσως από επίδρ. του μσνλατ. resina < αρχ. ῥητίνη με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] ]
- ρετσινάτος -η -ο [retsinátos] Ε3 : (για κρασί) που περιέχει ρετσίνι· (πρβ. ρετσίνα): Ρετσινάτο κρασί. || (ως ουσ.) το ρετσινάτο. ANT αρετσίνωτο.
[ρετσίν(α) -άτος]
- ρετσίνι το [retsíni] Ο44 : παχύρρευστη και κολλώδης ουσία που εκκρίνεται από τον κορμό και τα κλαριά ορισμένων δέντρων και κυρίως του πεύκου· (πρβ. ρητίνη): ~ πεύκου / κέδρου. Mοσκοβολούσε ο τόπος ~.
[μεταπλ. του μσν. ρετσίνη (δες στο ρετσίνα 2) με βάση την ομόηχη κατάλ. [i] ]
- ρετσινιά η [retsiná] Ο24 : δυσφημιστικός χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε κπ. και μένει για πάντα· (πρβ. στίγμα): Tου κόλλησαν τη ~ του κακοπληρωτή. M΄ αυτά που κάνεις δεν τη γλιτώνεις τη ~.
[ρετσίν(ι) -ιά (επειδή το ρετσίνι λερώνει και δεν καθαρίζεται εύκολα)]
- ρετσινόκολλα η [retsinókola] Ο27α : είδος ανθεκτικής κόλλας που περιέχει ρετσίνι.
[ρετσίν(ι) -ο- + κόλλα]
- ρετσινόλαδο το [retsinólaδo] Ο41 : λιπαρό λάδι που παράγεται από τους σπόρους ορισμένου είδους θάμνου και χρησιμοποιείται κυρίως ως καθαρτικό φάρμακο. ΦΡ τι σχέση έχει ο φάντης* με το ~;
[ρετσίν(ι) -ο- + λάδ(ι) < ιταλ. olio di ricino `λάδι ρητίνης΄ (προφ. [rí-] ), παρετυμ. ρετσίνι]
- ρετσιτατίβο το [retsitatívo] Ο39 : είδος μουσικής απαγγελίας, τραγούδι που πλησιάζει, στο ρυθμό και στις διακυμάνσεις της φωνής, τη φυσική ομιλία.
[ιταλ. recitativo]



