Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 153 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρεμπελιό το [rebeló] Ο38 : 1.ζωή τεμπέλικη, ακατάστατη και χωρίς προκοπή: Tο ΄ριξε στο ~. 2. (παρωχ.) εξέγερση, επανάσταση: Tο ~ των ποπολάρων, εξέγερση των κατοίκων της Zακύνθου το 1628.
[ρεμπελ(εύω) -ιό ή βεν. rebelion]
- ρέμπελος -η -ο [rébelos] Ε5 : 1.που κάνει ζωή ακατάστατη και τεμπέλικη, χωρίς προορισμό και προκοπή· ακαμάτης, τεμπέλης, ανεπρόκοπος: Άσπρη μέρα δεν είδε με αυτόν το ρέμπελο άντρα που παντρεύτηκε. Ρέμπελη ζωή. || (ως ουσ.). 2. (παρωχ., συχνά ως ουσ.) α. στασιαστής, επαναστάτης. β. άτακτος στρατιώτης.
[ρεμπελ(εύω) -ος (αναδρ. σχημ.)]
- ρεμπεσκές ο [rebeskés] Ο13 : (προφ., μειωτ.) άνθρωπος φυγόπονος και ανεπρόκοπος· αχαΐρευτος, χαραμοφάης.
[;]
- ρεμπέτης ο [rebétis] Ο10, Ο11 θηλ. ρεμπέτισσα [rebétisa] Ο27 : 1.οργανοπαίκτης και τραγουδιστής που καλλιέργησε, κυρίως στις πόλεις της M. Aσίας, το 19ο και ως τις αρχές του 20ού αιώνα, ένα ιδιαίτερο είδος λαϊκού αστικού τραγουδιού της ταβέρνας: Οι ρεμπέτες της Aνατολής / της Σμύρνης. 2. άνθρωπος που κάνει μια ζωή ανέμελη και μάλλον περιθωριακή, αψηφώντας τις επίσημες ή κοινώς αναγνωρισμένες αξίες και τα ήθη της κοινωνίας· (πρβ. μάγκας).
[ίσως θ. της σλαβ. λ. rebyonok, rebyata· ρεμπέτ(ης) -ισσα]
- ρεμπέτικος -η -ο [rebétikos] Ε5 : 1.για το είδος της λαϊκής αστικής μουσικής που δημιούργησαν και καλλιέργησαν οι ρεμπέτες: Ρεμπέτικη μουσική. Ρεμπέτικο τραγούδι. Ρεμπέτικη κομπανία. Ρεμπέτικο συγκρότημα. || (ως ουσ.) το ρεμπέτικο, το ρεμπέτικο τραγούδι: Στις κλασικές μονόφωνες μελωδίες του ρεμπέτικου, είναι φανερή η συμβολή στοιχείων από το δημοτικό τραγούδι, το βυζαντινό μέλος και τη μουσική της ανατολής. 2. που χαρακτηρίζει τους ρεμπέτες (τους μουσικούς ή τους ανθρώπους της πιάτσας): Ρεμπέτικη ζωή. Ρεμπέτικα ήθη.
[ρεμπέτ(ης) -ικος]
- ρενάρ η [renár] Ο (άκλ.) : γούνα από δέρμα αλεπούς.
[λόγ. < γαλλ. renard]
- ρέντα η [rénda] Ο25α : (προφ.) η εύνοια της τύχης, συνήθ. σε τυχερά παιχνίδια. ANT γκίνια: Tι ~ είναι αυτή! ούτε μια φορά δεν έχασε! (έκφρ.) έχω ~: α. είμαι τυχερός. β. βρίσκομαι σε κατάσταση ευεξίας και ετοιμότητας, όσον αφορά την ικανότητά μου να γίνομαι ευχάριστος και διασκεδαστικός σε μια παρέα· (πρβ. έχω κέφι / είμαι σε φόρμα).
[ίσως μσν. ρέντα `εισόδημα΄ < γαλλ. rent(e) -α]
- ρεντές ο [rendés] Ο13 : (παρωχ.) σκεύος της κουζίνας που χρησιμοποιείται για να τρίβουν τυρί, κρεμμύδι κτλ.· τρίφτης.
[τουρκ. rede -ς]
- ρεντίκολο το [rendíkolo] Ο41 : (προφ.) ως μειωτικός χαρακτηρισμός προσώπου που έχει ρεζιλευτεί· ρεζίλης: Δε θέλω στην παρέα μας αυτό το ~. ΦΡ γίνομαι ~, γίνομαι ρεζίλι, γελοιοποιούμαι ή ξεφτιλίζομαι δημόσια. κάνω κπ. ~, τον κάνω ρεζίλι, τον ξεφτιλίζω.
[ιταλ. ridicolo [i > e] από επίδρ. του [r] ]
- ρεντικότα η [redikóta] & ρεντιγκότα η [rediŋgóta] Ο25α : είδος επίσημου ανδρικού σακακιού που κουμπώνει σταυρωτά και φτάνει μέχρι το γόνατο· βελάδα.
[παλ. ιταλ. redingotta & με ανομ. ηχηρ. [d-g > d-k] < αγγλ. riding-coat `σακάκι ιππασίας΄]



