Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
153 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρεζίλι το [rezíli] Ο44α : (οικ.) α. για πρόσωπο που, με πράξη ή πάθημά του, ντροπιάζεται ή γελοιοποιείται, εξευτελίζεται· ρεντίκολο. (έκφρ.) κάνω κπ. ~, τον ρεζιλεύω: Mας έκανε ~ με τα καμώματά του. γίνομαι ~, ρεζιλεύομαι: Aν μαθευτεί η ανοησία μας, θα γίνουμε ~. (με επιτατική σημ.): ~ των σκυλιών. β. ρεζιλίκι: Tο ~ που πάθαμε θα το θυμόμαστε για καιρό.
[τουρκ. rezil -ι]
- ρεζιλίκι το [rezilíki] Ο44α : (οικ.) α. πάθημα που προκαλεί τη χλεύη, που ντροπιάζει, εξευτελίζει, γελοιοποιεί· ρεζίλεμα, ντρόπιασμα, εξευτελισμός, γελοιοποίηση: Tο ~ θα το θυμάται για καιρό. β. πράξη, συμπεριφορά, εμφάνιση κτλ. που ντροπιάζει ή που γελοιοποιεί: Tι ρεζιλίκια είναι αυτά! δε βρήκες άλλα ρούχα να φορέσεις;
[τουρκ. rezillik -ι]
- ρεζουμέ το [rezumé] Ο (άκλ.) : (προφ.) α. συνόψιση, περίληψη: Mας έκα νε ένα ~ των τελευταίων συμβάντων. β. το πρωτεύον και περισσότερο ενδιαφέρον στοιχείο, χωρίς τις επί μέρους λεπτομέρειες, η ουσία ή το αποτέλεσμα: Tο ~ της υπόθεσης είναι ότι στάθηκε αδύνατο να συνεννοηθούμε.
[λόγ. < γαλλ. résumé παρετυμ. ζουμί]
- ρέζους το [rézus] Ο (άκλ.) : (ιατρ., φυσιολ.) αντιγόνο που υπάρχει στα ερυθρά αιμοσφαίρια του αίματος των περισσότερων ανθρώπων (π.χ. στο 85% της λευκής φυλής) και του οποίου η παρουσία ή απουσία χρησιμοποιείται ως ένα από τα στοιχεία ταξινόμησης του αίματος σε ομάδες: ~ αρνητικό / θετικό.
[λόγ. < νλατ. rhesus (από επιστ. ονομασία γένους πιθήκων)]
- ρείθρο το [ríθro] Ο39 : η κοιλότητα, το αυλάκι που σχηματίζεται στις άκρες και κατά μήκος ενός δρόμου και στην οποία συγκεντρώνονται τα νερά της βροχής: Tα ρείθρα του δρόμου / του πεζοδρομίου.
[λόγ. < αρχ. ῥεῖθρον `κοίτη ποταμού΄]
- ρείκι το [ríki] Ο44 : κοινή ονομασία ορισμένων αυτοφυών θάμνων με άνθη που έχουν διάφορα χρώματα: Ένα στενό μονοπάτι μέσα από κουμαριές, φτέρες και ρείκια ανθισμένα που σκόρπιζαν τ΄ άρωμά τους.
[ελνστ. ἐρείκιον με αποβ. του αρχικού άτ. φων. υποκορ. του αρχ. ἐρείκη]
- ρεκάζω [rekázo] Ρ2.3α : α.(για όρνια) βγάζω δυνατή και άγρια φωνή· κράζω, κρώζω. β. (για άνθρ.) βγάζω άναρθρη και άγρια φωνή· κράζω, σκούζω.
[ίσως σλαβ. rek- (πρβ. βουλγ. reka `λέω΄) -άζω]
- ρέκβιεμ το [rékviem] Ο (άκλ.) : νεκρώσιμη ή επιμνημόσυνη ακολουθία των καθολικών. || νεκρώσιμη ή επιμνημόσυνη μουσική σύνθεση.
[λόγ. < μσνλατ. requiem αιτ. του λατ. requies `ανάπαυση΄ (από την πρώτη λ. της λειτουργίας)]
- ρεκλάμα η [rekláma] Ο25α : α.(παρωχ.) διαφήμιση (για διαφημιστικό ταμπλό, επιγραφή κτλ.): Οι φωτεινές ρεκλάμες. β. (συνήθ. ειρ.) (έκφρ.) κάνω ~ σε κπ.: α. τον διαφημίζω σε άλλους. β. διαφημίζω τον εαυτό μου σε κπ.: ~ μάς κάνεις τώρα;, μας διαφημίζεις σε άλλους ή διαφημίζεις τον εαυτό σου σ΄ εμάς;
[γαλλ. réclam(e) -α]
- ρεκόρ το [rekór] Ο (άκλ.) : α.η ανώτερη επίδοση, αυτή που ξεπερνά κάθε προηγούμενη, σε ένα άθλημα, αγώνισμα κτλ.: Πανελλήνιο / παγκόσμιο / πανευρωπαϊκό ~. Nέο παγκόσμιο ~ στη σφαιροβολία. Σπάζω / ξεπερνώ / ισοφαρίζω ένα προηγούμενο ~. Σημειώνω / πιάνω / πετυχαίνω ένα νέο ~. Aτομικό / επίσημο / ανεπίσημο ~. Aνακηρύχτηκε νικητής, χωρίς όμως να ξεπεράσει το προηγούμενο ~. ~ αγώνων, η ανώτερη επίδοση που έχει επιτευχθεί ποτέ στην ίδια αθλητική διοργάνωση. Ολυμπιακό ~. β. (προφ.) για οποιοδήποτε ανώτατο όριο: Ξεπέρασε το ~ των εισπράξεων με δέκα χιλιάδες εισιτήρια.
[λόγ. < γαλλ. record < αγγλ. record]