Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 153 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρεβίθι το [revíθi] Ο44 : ο μικρός σφαιρικός καρπός της ρεβιθιάς: Ρεβίθια σούπα. Ρεβίθια με πιλάφι. Tα ξερά ρεβίθια χρησιμοποιούνται για τη νόθευση του καφέ.
[μσν. *ρεβίθι (πρβ. μσν. ροβίθι) < ελνστ. ἐρεβίνθιον με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] και με αποβ. του αρχικού άτ. φων.) υποκορ. του αρχ. ἐρέβινθος]
- ρεβιθιά η [reviθxá] Ο24 : φυτό που καλλιεργείται για τους θρεπτικούς και νόστιμους καρπούς του, τα ρεβίθια, που τρώγονται συνήθ. μαγειρεμένοι.
[ρεβίθ(ι) -ιά]
- ρεβόλβερ το [revólver] Ο (άκλ.) : περίστροφο.
[λόγ. < αγγλ. revolver (ορθογρ. δαν.)]
- ρεγάλο το [reγálo] Ο39 : (προφ.) χρηματικό ποσό που δίνει κάποιος σε άλλον από ευχαρίστηση για εξυπηρέτηση που του πρόσφερε· φιλοδώρημα: Γενναίο ~.
[ιταλ. regalo]
- ρέγγα η [réŋga] Ο25α : 1.είδος ψαριού που ζει στις βόρειες θάλασσες: H Ελλάδα εισάγει καπνιστή ~ από τη Nορβηγία. ΦΡ είναι να τον κλαιν κι οι ρέγγες, για κπ. που έχει αξιοθρήνητη όψη ή βρίσκεται σε άθλια κατάσταση. 2. (λαϊκ., μτφ.) για γυναίκα αδύνατη και άσχημη.
[βεν. renga]
- ρεγιόν το [rejón] Ο (άκλ.) : είδος κλωστής από φυτική ύλη, που μοιάζει στην όψη και στην αντοχή με μετάξι, καθώς και το ύφασμα που γίνεται από τέτοια κλωστή.
[λόγ. < γαλλ. rayonne < αγγλ. rayon]
- ρέγκε η [rége] Ο (άκλ.) : είδος τζαμαϊκανής μουσικής που διαδόθηκε στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο από τις αρχές της δεκαετίας του ΄70: Aκούει / του αρέσει η ~.
[αγγλ. reggae]
- ρεγκλάν το [reglán] Ο (άκλ.) : (ραπτ.) είδος μανικιού που δεν αρχίζει από τον ώμο αλλά από τη βάση του λαιμού.
[λόγ. < γαλλ. raglan < αγγλ. raglan < ανθρωπων. Raglan (όν. στρατάρχη) ( [a > e] ;)]
- ρέγομαι [réγome] Ρ3β : (λαϊκότρ.) επιθυμώ κτ. πολύ· ορέγομαι.
[μσν. *ρέγομαι (πρβ. μσν. ρέγω) < αρχ. ὀρέγομαι με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- ρέγουλα η [réγula] Ο27α : ομαλός και κανονικός ρυθμός κατά την εκτέλεση πράξης, ενέργειας κτλ.: Kάνω κτ. με ~, με μέτρο. Έπιναν το κρασί τους αργά αργά και με ~. Δουλεύω με ~, με κανονικό ρυθμό, χωρίς καθυστερήσεις ή υπερβολική βιασύνη. Δουλεύω με τη ρέγουλά μου, με το ρυθμό που θέλω, χωρίς εντατική προσπάθεια. Bάζω μια δουλειά σε ~, τη ρεγουλάρω, τη ρυθμίζω.
[μσν. ρέγουλα < παλ. ιταλ. regula]



