Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρεοτροπισμός ο [reotropizmós] Ο17 : (βοτ.) το φαινόμενο κατά το οποίο τα ριζίδια ορισμένων υδρόβιων φυτών στρέφονται προς τη διεύθυνση της φοράς του ρεύματος ή προς την αντίθετή της: Θετικός / αρνητικός ~.
[λόγ. < γαλλ. rhéotropisme < αρχ. ῥέ(ω) -ο- + τρόπ(ος) -ισμός]



