Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ραγίζω
1 εγγραφή
ραγίζω [rajízo] Ρ2.1α μππ. ραγισμένος : 1α.για εύθραυστα υλικά ή αντικείμενα, όταν σπάζει, σχίζεται η επιφάνειά τους, χωρίς όμως να χωριστούν σε κομμάτια: Ράγισε το πιάτο / ο καθρέφτης / το τζάμι / ο τοίχος / η κολόνα. Mου ΄πεσε ο καθρέφτης από τα χέρια, αλλά ευτυχώς δεν έσπα σε, μόνο ράγισε. Ένα παλιό ραγισμένο βάζο. β. (μτφ.) για συνοχή, ενότη τα κτλ. που αρχίζει να κλονίζεται, να διαταράσσεται: Ραγίζει μια σχέση / μια συμμαχία. (έκφρ.) αν ραγίσει το γυαλί, μια φορά αν κλονιστεί μια συναισθηματική σχέση, δύσκολα αποκαθίσταται. ΦΡ ραγίζει η καρδιά μου, θλίβομαι πάρα πολύ. κτ. μου ραγίζει την καρδιά*. || Φωνή ραγισμέ νη, από έντονη συγκίνηση κτλ. 2. κάνω κτ. να ραγίσει: Πρόσεχε μη ραγίσεις το τζάμι. || (μτφ.): Οι τελευταίες του ενέργειες ράγισαν τη φιλία μας.

[αρχ. ῥήγνυμι `σπάω σε κομμάτια΄, παθ. αόρ. ἐρράγην γ' πληθ. ἐρράγησαν σχηματισμός νέου α' εν. προσ. *ερράγησα και μεταπλ. μσν. ραγίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες