Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πώρωση
1 item total
πώρωση η [pórosi] Ο33 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πωρώνω: Συνειδησιακή / συναισθηματική ~. Hθική ~. ~ με τη μουσική. 2. (ιατρ.) δημιουργία πώρου σε κάταγμα.

[λόγ.: 1: ελνστ. πώρω(σις) -ση· 2: αρχ. σημ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go