Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πόνι
1 εγγραφή
πόνι το [póni] & πόνεϊ το [pónei] Ο (άκλ.) : ράτσα μικρόσωμων αλόγων.

[λόγ. < αγγλ. pony, poney (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες