Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πωρώδης
1 εγγραφή
πωρώδης -ης -ες [poróδis] Ε11 : που μοιάζει με πωρόλιθο.

[λόγ. < ελνστ. πωρώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες