Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πωλώ
1 εγγραφή
πωλώ [poló] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ., ιδ. σε μικρές αγγελίες) πουλώ: Πωλείται οικόπεδο / διαμέρισμα. Πωλούνται μεταχειρισμένα αυτοκίνητα.

[λόγ. < αρχ. πωλῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες