Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πωλητή
2 εγγραφές [1 - 2]
πωλητήριος -α -ο [politírios] Ε6 : 1. που έχει σχέση και ιδίως γίνεται για την πώληση ορισμένου αγαθού. 2. (ως ουσ.) το πωλητήριο: α. συμβόλαιο πώλησης: Yπογραφή / εκτέλεση / ακύρωση του πωλητηρίου. β. αγγελία για πώληση: Πωλητήριο δημοσιευμένο σε εφημερίδα. Tο σπίτι πουλιέται· έχει στην πόρτα του ένα πωλητήριο.

[λόγ. πωλη- (πωλώ) -τήριον (πρβ. αρχ. πωλητήριον `χώρος πώλησης΄)]

πωλητής ο [politís] Ο7 θηλ. πωλήτρια [polítria] Ο27 : 1. αυτός (νομικό ή φυσικό πρόσωπο) που κάνει ορισμένη πώληση, που πουλάει κτ. το οποίο του ανήκε. ANT αγοραστής: Aγοραστές και πωλητές συναντιούνται στο πα ζάρι. || (ως επίθ.): H πωλήτρια εταιρεία δεν τήρησε τους όρους του συμβολαίου πώλησης. 2α. υπάλληλος καταστήματος, ιδίως εμπορικού, που προσφέρει στους πελάτες τα είδη που ζητούν: Εργάζεται ως πωλήτρια σε πολυκατάστημα. Aυτόματος ~, για ειδικό μηχάνημα. β. οικονομολόγος ειδικός στο μάρκετιγκ.

[λόγ. < αρχ. πωλητής, ελνστ. πωλήτρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες