Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 126 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πυρογραφικός -ή -ό [piroγrafikós] Ε1 : που έχει σχέση με την πυρογραφία.
[λόγ. < γαλλ. pyrographique < pyro- = πυρο- + -graphique < αρχ. γρά φ(ω) -ικός]
- πυρογράφος ο [piroγráfos] Ο18 : η μεταλλική ακίδα που χρησιμοποιείται στην πυρογραφία.
[λόγ. πυρογραφ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)]
- πυροδιάσπαση η [piroδιáspasi] Ο33 : (χημ.) πυρόλυση.
[λόγ. πυρο- + διά σπα(σις) -ση]
- πυροδότηση η [piroδótisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πυροδοτώ. 1α. μετάδοση της φωτιάς σε κτ., ιδίως στην εκρηκτική ύλη ενός εκρηκτικού μηχανισμού: Σύστημα πυροδότησης. β. (αστροναυτ.) η έναρξη της χημικής αντίδρασης που παράγει τα αέρια τα οποία είναι απαραίτητα για την προώθηση του πυραύλου. 2. (μτφ. για ενέργειες, διαδικασίες ή εξελίξεις συνήθ. ανεπιθύμητες) πρόκληση: ~ της πολιτικής διαμάχης.
[λόγ. πυροδοτη- (πυροδοτώ) -σις > -ση]
- πυροδοτικός -ή -ό [piroδotikós] Ε1 : που έχει σχέση με την πυροδότηση, τη μετάδοση της φωτιάς στην εκρηκτική ύλη: Ο ~ μηχανισμός. Πυροδοτι κή θρυαλλίδα.
[λόγ. πυροδοτ(ώ) -ικός]
- πυροδοτώ [piroδotó] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. μεταδίδω τη φωτιά σε κτ., ιδίως στην εκρηκτική ύλη ενός εκρηκτικού μηχανισμού: Bόμβα που πυροδοτεί ται με ωρολογιακό μηχανισμό. β. (αστροναυτ.) προκαλώ πυροδότηση1β. 2. (μτφ.) προκαλώ ενέργειες, διαδικασίες ή εξελίξεις συνήθ. ανεπιθύμητες: H ομιλία του πρωθυπουργού πυροδότησε ποικίλες αντιδράσεις.
[λόγ. πυρο- + -δοτώ]
- πυροηλεκτρισμός ο [piroilektrizmós] Ο17 : (φυσ.) η ανάπτυξη αντίθετων ηλεκτρικών φορτίων στα δύο άκρα ενός κρυστάλλου λόγω μεταβολής της θερμοκρασίας του.
[λόγ. < διεθ. pyro- = πυρο- + electricity = ηλεκτρισμός]
- πυροκοκκινίζω [pirokokinízo] Ρ2.1α μππ. πυροκοκκινισμένος : (λογοτ.) κάνω κτ. κόκκινο ή γίνομαι κόκκινος σαν τη φωτιά.
[πυρ(ώνω) -ο- + κοκκινίζω]
- πυροκροτητής ο [pirokrotitís] Ο7 : γενική ονομασία των πυροδοτικών μηχανισμών.
[λόγ. πυρο- + κροτη- (κροτώ) -τής μτφρδ. γαλλ. détonateur]
- πυροκροτικός -ή -ό [pirokrotikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον πυροκροτη τή: Πυροκροτική ύλη, πυροδοτική.
[λόγ. πυροκροτητ(ής) -ικός με απλολ. [titik > tik] ]



