Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυρ
126 εγγραφές [41 - 50]
πυρήνας ο [pirínas] Ο2 : 1α. (βοτ.) το σκληρό εσωτερικό τμήμα ορισμένων καρπών, μέσα στο οποίο υπάρχει το σπέρμα· (πρβ. κουκούτσι): Ο ~ του ροδάκινου / δαμάσκηνου. Ο ~ της ελιάς, ελαιοπυρήνας. β. (βιολ.) το κεντρικό, συνήθ. σφαιρικό, τμήμα του κυττάρου: Tο κύτταρο αποτελείται από το πρωτόπλασμα και τον πυρήνα. γ. (ανατ.) μάζα φαιάς ουσίας μέσα στη λευκή ουσία του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού. δ. (φυσ.) το κεντρικό και βασικό τμήμα της μάζας του ατόμου, το οποίο αποτελείται από πρωτόνια και νετρόνια: Γύρω από τον πυρήνα (του ατόμου) κινούνται τα ηλεκτρόνια. ε. (γεωλ.) το τμήμα γύρω από το κέντρο της γης. στ. (αστρον.) κέντρο ενός αστέρα ή ενός γαλαξία: Ο ~ του ήλιου / του γαλα ξία. 2. (μτφ.) το αρχικό στοιχείο, εκείνο με βάση το οποίο δημιουργείται κτ. άλλο ευρύτερο: Ο ~ ενός προβλήματος / μιας επιστήμης. Ο ~ της πολιτικής ενός κόμματος. Tο ρήμα είναι ~ της πρότασης. 3. (μτφ.) ομάδα προσώπων στα πλαίσια ευρύτερου συνόλου, η οποία: α. χαρακτηρίζεται από στενότερη οργανωτική σχέση και ασκεί ηγετικό ρόλο: Ο ~ των συνω μοτών / των πραξικοπηματιών. Ο σκληρός ~ του κόμματος / της οργάνω σης, οι σκληροπυρηνικοί. β. αποτελεί τη μικρότερη οργανωτική του υποδιαίρεση: Πυρήνες αναρχικών στο στρατό και στην αστυνομία. Kομμουνιστικός ~.

[λόγ. < αρχ. πυρήν, αιτ. -ῆνα `κουκούτσι΄ σημδ. γαλλ. nucleus]

πυρηνέλαιο το [pirinéleo] Ο42 : λάδι που παράγεται από το κουκούτσι της ελιάς με ειδική επεξεργασία: Tο ~ χρησιμοποιείται κυρίως στη σαπωνοποιία.

[λόγ. πυρην- (δες πυρήνας) + -έλαιον]

πυρηνικός -ή -ό [pirinikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρήνα του ατόμου ή που έχει σχέση με αυτόν· (πρβ. ατομικός): Πυρηνική φυσι κή / χημεία. Πυρηνικές επιστήμες. ~ επιστήμονας. || με αναφορά στη διάσπαση του πυρήνα: Ένας ~ αντιδραστήρας. Πυρηνική αντίδραση / σχά ση / σύντηξη / έκρηξη. α. που προέρχεται από τη διάσπαση του πυρήνα: Πυρηνική ενέργεια. Πυρηνικά καύσιμα / απόβλητα. Πυρηνική βόμβα. β. που λειτουργεί με πυρηνική ενέργεια, με ενέργεια που προέρχεται από τη διάσπαση του πυρήνα του ατόμου: Πυρηνικά όπλα. Πυρηνική κεφα λή. || πυρηνοκίνητος: Πυρηνικό εργοστάσιο / υποβρύχιο. γ. που έχει σχέ ση με τα πυρηνικά όπλα: Πυρηνικές δοκιμές / εκρήξεις. Πυρηνικοί εξοπλισμοί. Πυρηνική δύναμη, κράτος που διαθέτει πυρηνικά όπλα. ~ πόλεμος. ~ χειμώνας, μεγάλη καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος από πυρηνικές εκρήξεις. 2. (επιστ.) α. (βιολ.) που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρήνα του κυττάρου ή που έχει σχέση με αυτόν: ~ φάκελος ή πυρηνική μεμβράνη, που καλύπτει τον πυρήνα του κυττάρου. ~ χυμός. || (ιατρ.) ~ ίκτερος. β. (κοινων.): Πυρηνική οικογένεια, που αποτελείται από τους δύο συζύγους και τα άγαμα παιδιά τους.

[λόγ. πυρην- (δες πυρήνας) -ικός μτφρδ. γαλλ. nucléaire & αγγλ. nuclear]

πυρηνοκίνητος -η -ο [pirinokínitos] Ε5 : που λειτουργεί με πυρηνική ενέργεια: Πυρηνοκίνητο εργοστάσιο / υποβρύχιο.

[λόγ. πυρην- (δες πυρήνας) -ο- + -κίνητος μτφρδ. αγγλ. nuclear-powered]

πυρηνολυσία η [pirinolisía] Ο25 : (βιολ.) καταστροφή του πυρήνα των κυττάρων.

[λόγ. πυρην- (δες πυρήνας) -ο- + λύσ(ις) -ία μτφρδ. νλατ. nucleolysis]

πυρηνοτομία η [pirinotomía] Ο25 : (βιολ.) διαίρεση του πυρήνα των κυττάρων κατά τον πολλαπλασιασμό τους.

[λόγ. πυρην- (δες πυρήνας) -ο- + -τομία]

πυριγενής -ής -ές [pirijenís] Ε10 : (γεωλ.) εκρηξιγενής: Πυριγενές πέτρωμα.

[λόγ. < αρχ. πυριγενής `γεννημένος από τη φωτιά΄ σημδ. γαλλ. pyrigène < pyri- = πυρι- < ελνστ. πυρί(της) + -gène = -γενής]

πυρίκαυστος -η -ο [piríkafstos] Ε5 : (λόγ.) για υλικό αντικείμενο που μπορεί να καεί.

[λόγ. < αρχ. πυρίκαυστος]

πυρίμαχος -η -ο [pirímaxos] Ε5 : (τεχν.) για υλικό αντικείμενο που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες: Πυρίμαχα κράματα / υλικά. Πυρίμαχο σκεύος. Πυρίμαχα τούβλα, πυρότουβλα.

[λόγ. < αρχ. πυριμάχος (για άκαυ τη πέτρα) με σφαλερή μετακ. τόνου κατά το αξιόμαχος]

πύρινος -η -ο [pírinos] Ε5 : 1. που αποτελείται από: α. φωτιά ή πυρακτωμένα υλικά: Ένας ~ κύκλος. H λάβα σχημάτιζε ένα πύρινο ποτάμι. Πύρινη γλώσσα, φλόγα. H πύρινη ρομφαία των Aρχαγγέλων. β. πυρά όπλων: Πύρινο τείχος. 2. (μτφ.) α. που φανερώνει συναισθηματική έντα ση: ~ λόγος. Πύρινη ματιά. Γράφει πύρινα άρθρα. Xύνει πύρινα δάκρυα. β. (λογοτ.) που είναι πολύ έντονος: ~ πόθος. Πύρινη λαχτάρα / φαντασία.

[λόγ.: 1: αρχ. πύρινος· 2: ελνστ. σημ.]

< Προηγούμενο   1... 3 4 [5] 6 7 ...13   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες