Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυρολατρικός
1 εγγραφή
πυρολατρικός -ή -ό [pirolatrikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρολατρία ή που έχει σχέση με αυτή: Πυρολατρικές τελετές.

[λόγ. πυρολατρ(ία) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες