Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυραγός
1 εγγραφή
πυραγός ο [piraγós] Ο17 : βαθμός κατώτερου αξιωματικού του πυροσβε στικού σώματος, ανώτερος από τον υποπυραγό και κατώτερος από τον επιπυραγό, αντίστοιχος με το λοχαγό του στρατού ξηράς.

[λόγ. πυρ(ο)- + -αγός κατά το λοχαγός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες