Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πυκνοτυπωμένος -η -ο [piknotipoménos] Ε3 : (για κείμενο κτλ.) που είναι τυπωμένος πυκνά, χωρίς μεγάλα διαστήματα ανάμεσα στα γράμματα, τις συλλαβές, τις λέξεις ή τους στίχους: Πυκνοτυπωμένη σελίδα.
[λόγ. πυκν(ός) -ο- + τυπωμένος μππ. του τυπώνω]



