Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πυγαίο το [pijéo] Ο39 : (στρατ.) το πίσω, το οπίσθιο τμήμα του σωλήνα των πυροβόλων.
[λόγ. < αρχ. πυγ(ή) `πισινός΄ -αίον, ουδ. του -αίος απόδ. γαλλ. culasse]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < αρχ. πυγ(ή) `πισινός΄ -αίον, ουδ. του -αίος απόδ. γαλλ. culasse]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |