Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυγαίο
1 εγγραφή
πυγαίο το [pijéo] Ο39 : (στρατ.) το πίσω, το οπίσθιο τμήμα του σωλήνα των πυροβόλων.

[λόγ. < αρχ. πυγ(ή) `πισινός΄ -αίον, ουδ. του -αίος απόδ. γαλλ. culasse]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες